χειρώνακτος

χειρώνακτος
χειρώ̱νακτος , χειρῶναξ
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βαναυσία — βαναυσία, η (Α) [βάναυσος] Ι. χειρωναξία 2. συνεκδ. τρόπος συμπεριφοράς του χειρώνακτος, έλλειψη ανατροφής και καλών τρόπων, αμορφωσιά 3. αγυρτεία, τσαρλατανισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”